- πρόσδεσις
- πρόσ-δεσις, εως, ἡ,A tying on or to, Gloss.II attachment of a limb, Heliod. ap. Orib.49.25.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσδεσις — tying on fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσδεσιν — πρόσδεσις tying on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσδεση — η / πρόσδεσις, έσεως, ΝΑ [προσδέω (Ι)] δέσιμο με κάτι, σύνδεση νεοελλ. προσχώρηση, υποταγή σε κάποιον («η πρόσδεσή του στο άρμα τών αντιπάλων τόν εξέθεσε για πάντα στα μάτια τής κοινής γνώμης») αρχ. η ακινητοποίηση ενός μέλους τού σώματος με… … Dictionary of Greek
προσδέσεως — προσδέσεω̆ς , πρόσδεσις tying on fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)